κολυμπάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολυμπάδα οι κολυμπάδες
      γενική της κολυμπάδας των κολυμπάδων
    αιτιατική την κολυμπάδα τις κολυμπάδες
     κλητική κολυμπάδα κολυμπάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολυμπάδα < κολυμπώ + -άδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολυμπάδα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]