κολυμπάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολυμπάδα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) ποικιλία ελιάς αδρόκαρπη, δηλ. με μεγάλου μεγέθους καρπούς, οι οποίοι έχουν πράσινο χρώμα και διατηρούνται σε άλμη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κολυμβάς (στην (καθαρεύουσα))
Αναφορές[επεξεργασία]
- Επίτομον Εγκλυκλοπαιδικόν Λεξικόν (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1935), σ. 1643.
- [Πέτρος A. Ρούσσος], «Κατάταξη ποικιλιών ελιάς με βάση το μέγεθος», Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σ. 33 (του pdf)· πρόσβαση: 2019-11-18.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολυμπάδα
|