κομμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κομμός | οι | κομμοί |
γενική | του | κομμού | των | κομμών |
αιτιατική | τον | κομμό | τους | κομμούς |
κλητική | κομμέ | κομμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομμός < αρχαία ελληνική κομμός < κόπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομμός αρσενικό
- (λογοτεχνία) είδος θρηνητικού τραγουδιού που αδόταν από τον χορό και τους πρωταγωνιστές αρχαίας τραγωδίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κόβω