κονταροχτύπημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονταροχτύπημα < κονταροχτυπώ + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονταροχτύπημα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κονταροχτυπώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονταροχτύπημα
|