κουμπάνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουμπάνια οι κουμπάνιες
      γενική της κουμπάνιας
    αιτιατική την κουμπάνια τις κουμπάνιες
     κλητική κουμπάνια κουμπάνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουμπάνια < ιταλική compagn(i)a

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουμπάνια θηλυκό

  1. εφοδιασμός με τρόφιμα
  2. τρόφιμα, εφόδια
    Γιά μιά βδομάδα, πάντα θά εἴχανε κουμπάνια, καί δέν εἶναι παραπάν’ ἀπό πέντε μέρες πού ἀγρίεψε ὁ χειμώνας (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
  3. (κρητικά) (ουδέτερο, πληθυντικός) (νηστίσιμα) λουκούμια, κουμπανάκια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]