κρανιομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρανιομετρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρανιομετρία θηλυκό
- (ιατρική) κλάδος της ανθρωπομετρίας που μελετά τη μορφολογία του κρανίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρανιομετρία