κρατύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρατύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρατύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κρατύνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρατύνω < κράτ(ος) + -ύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κρατύνω

  1. ενισχύω, ενδυναμώνω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 156.1
    ὁ δὲ ἐπείτε παρέλαβε τὰς Συρηκούσας, Γέλης μὲν ἐπικρατέων λόγον ἐλάσσω ἐποιέετο, ἐπιτρέψας αὐτὴν Ἱέρωνι ἀδελφεῷ ἑωυτοῦ, ὁ δὲ τὰς Συρηκούσας ἐκράτυνε,
    Κι αυτός, από την ώρα που πήρε τις Συρακούσες, έδινε πολύ μικρή σημασία στη Γέλα που εξουσίαζε, κι εμπιστεύθηκε τη διοίκησή της στον αδερφό του Ιέρωνα, αλλά ενίσχυε τις Συρακούσες
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. κυβερνώ, εξουσιάζω
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 150 (149-151)
    νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς | ἀθέτως κρατύνει, | τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀιστοῖ.
    κι ο Δίας που εξουσιάζει τώρα δυνατά, | με νέους νόμους τους παλιούς αντικατάστησε θεσμούς, | κι όσες δυνάμεις ήταν πριν, τώρα ποδοπατά.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  3. σκληραίνω
  4. κατέχω, γίνομαι κάτοχος
  5. (στη μέση φωνή) ενισχύω, ισχυροποιώ
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 114.2
    οἱ δὲ ἐκλείψειν μὲν οὐκ ἔφασαν, σπείσασθαι δὲ σφίσιν ἐκέλευον ἡμέραν τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι. ὁ δὲ ἐσπείσατο δύο. ἐν ταύταις δὲ αὐτός τε τὰς ἐγγὺς οἰκίας ἐκρατύνατο καὶ Ἀθηναῖοι τὰ σφέτερα.
    Οι Αθηναίοι αποκρίθηκαν ότι δεν θα φύγουν και ζήτησαν μιας ημέρας ανακωχή, για να σηκώσουν τους νεκρούς. Ο Βρασίδας τους έδωσε δυο μέρες. Στο διάστημα αυτό οχύρωσε τα σπίτια που ήσαν κοντά στην Λήκυθο, ενώ οι Αθηναίοι οχύρωσαν και αυτοί τις θέσεις τους.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  6. (στην παθητική φωνή) ενισχύομαι, γίνομαι ισχυρός
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 13.1
    ἔσχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη ἐκ τοῦ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίου.
    Κέρδισε ο Γύγης τη βασιλεία και έγινε κρατερός με δελφικό χρησμό.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]