κωδωνοκρουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κωδωνοκρουσία < κωδωνοκρούω + ία, μορφολογικά αναλύεται σε κώδων(ος) + -ο- + -κρουσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωδωνοκρουσία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κωδωνοκρούω