λαμπαδηδρόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαμπαδηδρόμος < λαμπαδηδρομ(ία) + -ος. Συγγενές το μεσαιωνικό λαμπαδηδρόμος ἀγών[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαμπαδηδρόμος αρσενικό ή θηλυκό
- ο δρομέας σε μια λαμπαδηδρομία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαμπαδηδρόμος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λαμπαδηδρόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας