λεσβιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεσβιασμός < λεσβιάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lesbianisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεσβιασμός αρσενικό
- ο ομοφυλόφιλος έρωτας μεταξύ γυναικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεσβιασμός