λιμενεργασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιμενεργασία οι λιμενεργασίες
      γενική της λιμενεργασίας των λιμενεργασιών
    αιτιατική τη λιμενεργασία τις λιμενεργασίες
     κλητική λιμενεργασία λιμενεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμενεργασία < λιμενεργάτης + εργασία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιμενεργασία θηλυκό

  • η εργασία των λιμενεργατών
    ※  Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της ΟΛΘ ΑΕ, «μετά την “ιδιωτικοποίηση” της εταιρίας, η υπογραφή τόσο της επιχειρησιακής ΣΣΕ με την Ομοσπονδία Υπαλλήλων Λιμανιών Ελλάδος (ΟΜΥΛΕ), όσο και της από 17/12/2019 Επιχειρησιακής ΣΣΕ με την Ομοσπονδία Φορτοεκφορτωτών Ελλάδος (ΟΦΕ) για τη λιμενεργασία, σε συνδυασμό και με την κατάρτιση και θέση σε ισχύ του νέου Γενικού Κανονισμού Προσωπικού (ΓΚΠ), σηματοδοτούν τη σύγκλιση και επίτευξη εργασιακής ειρήνης, με τις από κοινού προσπάθειες όλων για τις αναγκαίες θεσμικές προσαρμογές να αποτελούν κομβικό σημείο και αφετηρία εκκίνησής μας, με ορίζοντα τις προκλήσεις του μέλλοντος και όραμα την ανάπτυξη του λιμένος της Θεσσαλονίκης στη σύγχρονη εποχή.» (www.capital.gr, 23.05.2020)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]