ματαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ματαιότητα < ματαιότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ματαιότητα θηλυκό
- η κενότητα, το ανάξιο, πρόσκαιρο, το ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα ανώφελο του πράγματος, της ζωής, της ύπαρξης, που δεν οδηγεί πουθενά
- Η ματαιότητα αυτού του κόσμου
- Το αίσθημα της ματαιότητας από τις εφήμερες απολαύσεις
- Ποιός θα νοηματοδοτήσει τη χρησιμότητα ή τη 'ματαιότητα των πολιτικών αγώνων
- η πράξη που δεν θα αποδώσει, δεν θα ωφελήσει, δεν θα οδηγήσει εκεί που θα ήθελε κάποιος
- Ασε, είναι ματαιότητα να δώσεις το βιογραφικό (δηλ. αποκλείεται να σε προσλάβουν, θα πάει χαράμι ο κόπος σου, θα ματαιωθούν οι ελπίδες σου)