μελισσοκομική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μελισσοκομική
      γενική της μελισσοκομικής
    αιτιατική τη μελισσοκομική
     κλητική μελισσοκομική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελισσοκομική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μελισσοκομικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.li.so.ko.mi.ˈci/

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μελισσοκομική θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μελισσοκομική