μεσάντρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσάντρα οι μεσάντρες
      γενική της μεσάντρας
    αιτιατική τη μεσάντρα τις μεσάντρες
     κλητική μεσάντρα μεσάντρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσάντρα < τουρκική musandra

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσάντρα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

[1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμ. 4-6, Ακαδημία Αθηνών, 1942, σελ. 137
  2. Αγγελική Πλάγου, Περιφέρεια Ηπείρου: Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων: Όπου η Ομορφιά Περισσεύει, AKAKIA Publications, 2016