μονιμοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονιμοποίηση | οι | μονιμοποιήσεις |
γενική | της | μονιμοποίησης* | των | μονιμοποιήσεων |
αιτιατική | τη | μονιμοποίηση | τις | μονιμοποιήσεις |
κλητική | μονιμοποίηση | μονιμοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μονιμοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονιμοποίηση θηλυκό
- το αποτέλεσμα ή ενέργεια του μονιμοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονιμοποίηση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μονιμοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας