μονοπυρήνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοπυρήνωση οι μονοπυρηνώσεις
      γενική της μονοπυρήνωσης των μονοπυρηνώσεων
    αιτιατική τη μονοπυρήνωση τις μονοπυρηνώσεις
     κλητική μονοπυρήνωση μονοπυρηνώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοπυρήνωση < μονο- + πυρήνας + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mononucleosis)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοπυρήνωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]