μονύελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μονύελος | οι | μονύελοι |
γενική | του | μονύελου & μονυέλου |
των | μονύελων & μονυέλων |
αιτιατική | τον | μονύελο | τους | μονύελους & μονυέλους |
κλητική | μονύελε | μονύελοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονύελος < μονο- + ύελος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική monocle)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονύελος αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του μονύελο: το μονόκλ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονύελος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)