μουνάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μουνάρα | οι | μουνάρες |
γενική | της | μουνάρας | — | |
αιτιατική | τη | μουνάρα | τις | μουνάρες |
κλητική | μουνάρα | μουνάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουνάρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουνάρα
|