μουντζούρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουντζούρης < μουντζούρα + -ης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουντζούρης αρσενικό
- είδος παιδικού παιχνιδιού με χαρτιά της τράπουλας στο οποίο όποιος χάσει (συνήθως όποιος μείνει τελευταίος με χαρτί στο χέρι) πρέπει να μουντζουρωθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μουντζούρης
- που έχει μουντζουρωθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουντζούρης
|