μπεμπέκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μπεμπέκα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπεμπέκα οι μπεμπέκες
      γενική της μπεμπέκας
    αιτιατική την μπεμπέκα τις μπεμπέκες
     κλητική μπεμπέκα μπεμπέκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπεμπέκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική bebek + κατάληξη θηλυκού .[1] Δείτε και το μπέμπα, διαφορετικού ετύμου

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /beˈbe.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐μπέ‐κα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπεμπέκα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

διαφορετικού ετύμου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]