μπερμπαντάκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπερμπαντάκος < μπερμπάντ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπερμπαντάκος αρσενικό
- (οικείο) μπερμπάντης
- ↪ Α! πονηρούτσικε μπερμπαντάκο, με τι γυναικοδουλειές έμπλεξες πάλι;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπερμπαντάκος
|