μπουρέκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπουρέκι | τα | μπουρέκια |
γενική | του | μπουρεκιού | των | μπουρεκιών |
αιτιατική | το | μπουρέκι | τα | μπουρέκια |
κλητική | μπουρέκι | μπουρέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπουρέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική börek + -ι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουρέκι ουδέτερο
- (γαστρονομία) είδος πίτας με χοντρό φύλλο
- (κατ’ επέκταση) κάθε πίτα με φύλλο