νέμομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νέμομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέμομαι (κατέχω),[1][2] μεσοπαθητική φωνή του νέμω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈne.mo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νέ‐μο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

νέμομαι, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα), αρχαιοπρεπές το ενεργητικό νέμω

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη νομή

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. νέμομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. νέμομαιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)