ναυτάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυτάκι τα ναυτάκια
      γενική
    αιτιατική το ναυτάκι τα ναυτάκια
     κλητική ναυτάκι ναυτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυτάκι < υποκοριστικό του ναύτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτάκι ουδέτερο

  1. ο ναύτης (χαϊδευτικά)
  2. ο νεαρός ναύτης, ναυτόπουλο
  3. παιδί ντυμένο με ναυτικά ρούχα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]