ναφθαλίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναφθαλίνη οι ναφθαλίνες
      γενική της ναφθαλίνης των ναφθαλινών
    αιτιατική τη ναφθαλίνη τις ναφθαλίνες
     κλητική ναφθαλίνη ναφθαλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναφθαλίνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική naphtaline[1] < naphte + -l- + -ine (<-ίνη) < (ελληνιστική κοινή) νάφθα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναφθαλίνη θηλυκό

  • λευκός κρυσταλλικός αρωματικός στερεός υδρογονάνθρακας με χημικό τύπο C10H8. Κυκλοφορεί στο εμπόριο κυρίως σε μορφή σφαιριδίων, που προστατεύουν τα ρούχα από διάφορα έντομα (σκόρο)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]