ξαρτόριζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξαρτόριζα οι ξαρτόριζες
      γενική της ξαρτόριζας των ξαρτόριζων
    αιτιατική την ξαρτόριζα τις ξαρτόριζες
     κλητική ξαρτόριζα ξαρτόριζες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ξαρτόριζα (αγγλικά: chainplate).

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαρτόριζα < ξάρτ(ι) + -ό- + ρίζα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξαρτόριζα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]