ξεπαρθένεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπαρθένεμα < ξεπαρθενεύω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεπαρθένεμα ουδέτερο
- (προφορικό) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) το αποτέλεσμα του ξεπαρθενεύω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διακόρευση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεπαρθένεμα
|