ξυλόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυλόμετρο | τα | ξυλόμετρα |
γενική | του | ξυλόμετρου & ξυλομέτρου |
των | ξυλόμετρων & ξυλομέτρων |
αιτιατική | το | ξυλόμετρο | τα | ξυλόμετρα |
κλητική | ξυλόμετρο | ξυλόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλόμετρο ουδέτερο