ομολογιούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομολογιούχος < ομολογ(ία) + -ούχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομολογιούχος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ομολογία
- ομολογιακός
- → και δείτε τη λέξη ομόλογο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομολογιούχος
|