παιδιάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- *παιδιάρισμα < παιδιαρίζω, παιδιαρισ- + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /peˈðʝa.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐διά‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
*παιδιάρισμα ουδέτερο
- συνήθως στον πληθυντικό παιδιαρίσματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδιάρισμα
→ δείτε τη λέξη παιδιαρίσματα |
Πηγές[επεξεργασία]
- παιδιάρισμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- → και δείτε τη λέξη παιδιαρίσματα