παλτόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλτόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παλτός. Εννοείται το ουδέτερο ουσιαστικό δόρυ. (για το παλτὸν πῦρ → δείτε τη λέξη παλτός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλτόν, -οῦ ουδέτερο
- (οπλισμός) δόρυ που εξακοντίζεται, ελαφρύ δόρυ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- νέα ελληνική: δε σχετίζεται το παλτό < γαλλικά paletot
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παλτόν