πανώγραμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανώγραμμα τα πανωγράμματα
      γενική του πανωγράμματος των πανωγραμμάτων
    αιτιατική το πανώγραμμα τα πανωγράμματα
     κλητική πανώγραμμα πανωγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανώγραμμα < πάνω + γράμμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανώγραμμα ουδέτερο

  1. η διεύθυνση που είναι γραμμένη σ’ ένα γράμμα ή κάποιο δέμα
    άλλες μορφές: επανώγραμμα, απανώγραμμα
  2. επιγραφή που έχει γραφεί πάνω σε μάρμαρο κ.λπ.
    άλλες μορφές: απανωγραφή, επανωγραφή, πανωγραφή

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]