πανώγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανώγραμμα ουδέτερο
- η διεύθυνση που είναι γραμμένη σ’ ένα γράμμα ή κάποιο δέμα
- άλλες μορφές: επανώγραμμα, απανώγραμμα
- επιγραφή που έχει γραφεί πάνω σε μάρμαρο κ.λπ.
- άλλες μορφές: απανωγραφή, επανωγραφή, πανωγραφή
Πηγές[επεξεργασία]
- απανώγραμμα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πανώγραμμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανώγραμμα
|