παραφυάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραφυάδα < αρχαία ελληνική παραφυάς < παραφύομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραφυάδα θηλυκό
- ο νεαρός βλαστός που βγαίνει δίπλα στον κύριο βλαστό του φυτού
- (μεταφορικά) το παρακλάδι
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- πολλοί συγχέουν τον πολλαπλασιασμό με παραφυάδες, κατά τον οποίο μεταφυτεύονται οι παραφυάδες του φυτού, με τον πολλαπλασιασμό με καταβολάδες κατά τον οποίο ένα τμήμα του βλαστού, χωρίς να αποκοπεί, φυτεύεται και δημιουργεί νέο φυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραφυάδα