πεντάμηνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεντάμηνο | τα | πεντάμηνα |
γενική | του | πεντάμηνου & πενταμήνου |
των | πεντάμηνων & πενταμήνων |
αιτιατική | το | πεντάμηνο | τα | πεντάμηνα |
κλητική | πεντάμηνο | πεντάμηνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντάμηνο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεντάμηνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντάμηνο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντάμηνο
|