πετρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετρολογία θηλυκό ή πετρογραφία ή λιθολογία
- κλάδος της γεωλογίας, ο οποίος επικεντρώνεται στην μελέτη των πετρωμάτων και των συνθηκών κάτω από τις οποίες διαμορφώνονται
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετρολογία
|