πικρόγελο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πικρόγελο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) το γέλιο που φανερώνει (ή υποκρύπτει) πίκρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πικρόγελο
|