πλούμισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλούμισμα < μεσαιωνική ελληνική πλούμισμα < πλουμίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλούμισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλουμίζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πλουμί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλούμισμα
|