πολυβολαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυβολαρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυβολαρχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) μονάδα πυροβολικού που αποτελείται συνήθως από τέσσερεις διμοιρίες πολυβόλων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυβολαρχία
|