πολυθεϊστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυθεϊστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυθεϊστής αρσενικό (θηλυκό πολυθεΐστρια)
- που πιστεύει σε πολλούς θεούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυθεϊστής