πορτάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορτάρης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορτάρης αρσενικό
- ο τερματοφύλακας στην κυπριακή διάλεκτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πορτάρης
|