προσφυγοκάπηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | προσφυγοκάπηλος | οι | προσφυγοκάπηλοι |
γενική | του/της του |
προσφυγοκαπήλου προσφυγοκάπηλου |
των | προσφυγοκαπήλων |
αιτιατική | τον/την | προσφυγοκάπηλο | τους/τις | προσφυγοκαπήλους |
κλητική | προσφυγοκάπηλε | προσφυγοκάπηλοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσφυγοκάπηλος αρσενικό ή θηλυκό
- που εκμεταλλεύεται τους πρόσφυγες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσφυγοκάπηλος
|