προχειρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.çiˈɾo.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προχειρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα που έχει ο πρόχειρος, η έλλειψη προετοιμασίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προχειρότητα