πρωτοστατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτοστατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτοστατῶ, συνηρημένος τύπος του πρωτοστατέω < πρωτοστάτης < πρωτο- + στα- (ἵστημι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.to.staˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐στα‐τώ
Ρήμα[επεξεργασία]
πρωτοστατώ, πρτ.: πρωτοστατούσα, αόρ.: πρωτοστάτησα (χωρίς παθητική φωνή)
- αρχίζω πρώτος μια δραστηριότητα παρακινώντας και τους άλλους να κάνουν το ίδιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πρωτοστατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)