πτωχαλαζονεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτωχαλαζονεία οι πτωχαλαζονείες
      γενική της πτωχαλαζονείας των πτωχαλαζονειών
    αιτιατική την πτωχαλαζονεία τις πτωχαλαζονείες
     κλητική πτωχαλαζονεία πτωχαλαζονείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτωχαλαζονεία < πτωχαλαζών < αρχαία ελληνική πτωχαλαζών < πτωχός + ἀλαζών, μορφολογικά αναλύεται πτωχ- + αλαζονεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτωχαλαζονεία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]