ραντιέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραντιέρης < (άμεσο δάνειο) γαλλική rentier (δικαιούχος ράντας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραντιέρης αρσενικό
- (επάγγελμα, συχνά με αρνητική έννοια) ο εισοδηματίας, ο προσοδούχος, αυτός που λαμβάνει εισόδημα προερχόμενο από τόκους και ενοίκια