Μετάβαση στο περιεχόμενο

ράντα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράντα οι ράντες
      γενική της ράντας των ραντών
    αιτιατική τη ράντα τις ράντες
     κλητική ράντα ράντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɾan.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ράντα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ράντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική renta[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ράντα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ράντα < (άμεσο δάνειο) γαλλική rente[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ράντα θηλυκό (οικονομία)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
ράντα < τιράντα, όπου το <τι> θεωρήθηκε άρθρο στην αιτιατική τη[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ράντα θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1 2 3 4 ράντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)