ρεγουλάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεγουλάρισμα τα ρεγουλαρίσματα
      γενική του ρεγουλαρίσματος των ρεγουλαρισμάτων
    αιτιατική το ρεγουλάρισμα τα ρεγουλαρίσματα
     κλητική ρεγουλάρισμα ρεγουλαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεγουλάρισμα < ρεγουλάρω (θέμα αορίστου) + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεγουλάρισμα ουδέτερο

  • ρύθμιση, τακτοποίηση
    Το ρεγουλάρισμα ενός πιάνου είναι η ρύθμιση των μηχανικών μερών της μηχανής και των πλήκτρων του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]