ρευματοδότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/3/31/Stopcontactgeaard.jpg/220px-Stopcontactgeaard.jpg)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρευματοδότης αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) εντοιχισμένο εξάρτημα της ηλεκτρικής εγκατάστασης ενός κτηρίου, πάνω στο οποίο συνδέεται το καλώδιο τροφοδοσίας με ρεύμα των ηλεκτρικών συσκευών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρευματοδότης