ρωδιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρωδιός | οι | ρωδιοί |
γενική | του | ρωδιού | των | ρωδιών |
αιτιατική | τον | ρωδιό | τους | ρωδιούς |
κλητική | ρωδιέ | ρωδιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρωδιός < ελληνιστική κοινή ῥῳδιός < αρχαία ελληνική ἐρῳδιός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρωδιός αρσενικό
- (πτηνό) άλλη μορφή του ερωδιός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρωδιός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)