σαμαράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαμαράκι τα σαμαράκια
      γενική
    αιτιατική το σαμαράκι τα σαμαράκια
     κλητική σαμαράκι σαμαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαμαράκι (2) για μείωση της ταχύτητας
σαμαράκι < υποκοριστικό του σαμάρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαμαράκι ουδέτερο

  1. μικρό σαμάρι
  2. μικρή υπερύψωση σε δρόμο, κάθετη στην πορεία των οχημάτων, που, είτε αποτελεί κακοτεχνία, είτε χρησιμεύει για να επιβάλλει, με έμμεσο τρόπο, τη μείωση της ταχύτητας
     συνώνυμα: στην Κύπρο: κύρτωμα οδοστρώματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]