σβίγκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σβίγα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σβίγκος οι σβίγκοι
      γενική του σβίγκου των σβίγκων
    αιτιατική τον σβίγκο τους σβίγκους
     κλητική σβίγκε σβίγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σβίγκος < (άμεσο δάνειο) γερμανική swinge

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σβίγκος αρσενικό

  1. γενική ονομασία για σπιτικό γλύκισμα που μοιάζει με λουκουμά αλλά μπορεί να περιέχει και διάφορα άλλα υλικά όπως τυρί ή κρέμα
  2. είδος γλυκίσματος σε βώλους ζύμης από αλεύρι και αυγά που τηγανίζονται μέσα σε βούτυρο.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]