σβίγκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σβίγκος | οι | σβίγκοι |
γενική | του | σβίγκου | των | σβίγκων |
αιτιατική | τον | σβίγκο | τους | σβίγκους |
κλητική | σβίγκε | σβίγκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σβίγκος < (άμεσο δάνειο) γερμανική swinge
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σβίγκος αρσενικό
- γενική ονομασία για σπιτικό γλύκισμα που μοιάζει με λουκουμά αλλά μπορεί να περιέχει και διάφορα άλλα υλικά όπως τυρί ή κρέμα
- είδος γλυκίσματος σε βώλους ζύμης από αλεύρι και αυγά που τηγανίζονται μέσα σε βούτυρο.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σβίγκος
|